προμήνιο

προμήνιο
το, Ν
έργο τής παλαιότερης οχυρωτικής το οποίο κατασκευαζόταν μπροστά από τη μήνη για να ενισχύσει τα πυρά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μήνη «οχυρωματικό έργο σε σχήμα μήνης» + επίθημα -ιο(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”